- μπάσ(σ)ο
- το бас (голос)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπασρεΐζης — ο Τούρκος κυβερνήτης ναυαρχίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. basreisi, σύνθ. λ. με α συνθετικό μπασ (< τουρκ. bas «κεφάλι, αρχηγός») + reisi «ναύαρχος»] … Dictionary of Greek